ἀνθοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] ές, buntgefärbt, Luc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] ές, buntgefärbt, Luc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνθοβᾰφής''': -ές, ὁ βεβαμμένος εἰς [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, ἔχων λαμπρὸν [[χρῶμα]], στρωμναὶ ἀνθοβαφεῖς παντοίων χρωμάτων Φίλων τ. 2, σ. 478. 44· ἐσθὴς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 148· πέδιλα Λουκ. Ἔρωτ. 41. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A bright-coloured, στρωμνή Antyll. ap. Orib.9.14.7, cf. Ph.2.274; ἐσθής S.E.P.1.148; πέδιλα Luc.Am.41; γῆ IG7.1802.
German (Pape)
[Seite 232] ές, buntgefärbt, Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοβᾰφής: -ές, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα ἀνθηρόν, ἔχων λαμπρὸν χρῶμα, στρωμναὶ ἀνθοβαφεῖς παντοίων χρωμάτων Φίλων τ. 2, σ. 478. 44· ἐσθὴς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 148· πέδιλα Λουκ. Ἔρωτ. 41.