μακιστήρ: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(13_1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0084.png Seite 84]] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0084.png Seite 84]] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μᾱκιστήρ''': ῆρος, ὁ, [[μακρός]], [[σχοινοτενής]], μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. [[μακεστήρ]]). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:53, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A long and tedious, μῦθος A.Pers.698 (troch.); μακιστῆρα καρδίας λόγον is corrupt in Id.Supp.466 (Sch. δηκτικόν, leg. μαστικτῆρα).
German (Pape)
[Seite 84] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱκιστήρ: ῆρος, ὁ, μακρός, σχοινοτενής, μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. μακεστήρ). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν).