μετενδύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0158.png Seite 158]] (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς θοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας [[αὐτοῦ]] βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0158.png Seite 158]] (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς θοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας [[αὐτοῦ]] βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.
}}
{{ls
|lstext='''μετενδύω''': I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[ἐνδύω]] τινὰ μὲ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]], [[θοἰμάτιον]] τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας [[αὐτοῦ]] βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον [[σῶμα]], μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.
}}
}}

Revision as of 09:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετενδύω Medium diacritics: μετενδύω Low diacritics: μετενδύω Capitals: ΜΕΤΕΝΔΥΩ
Transliteration A: metendýō Transliteration B: metendyō Transliteration C: metendyo Beta Code: metendu/w

English (LSJ)

causal in aor. 1,

   A put other clothes on a person, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Luc.Bis Acc.34: metaph., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε invested him with... Id.Nec.16.    II Med. μετενδύομαι, c. aor. Act. μετενέδῡν, Str.17.1.43:—put on other clothes, τὴν ἐσθῆτα l. c., cf. J.Vit.28, AJ20.6.1; τὰς στολάς D.C.46.39, cf. Max. Tyr.4.2: metaph., of souls assuming new bodies, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Ti.Locr. 104d.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς θοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.

Greek (Liddell-Scott)

μετενδύω: I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἐνδύω τινὰ μὲ ἄλλο ἔνδυμα, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον σῶμα, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.