παχύπους: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(b) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πᾰχύπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A thick-footed, v.l. in Arist.HA557a23, cf. Adam.2.48.
German (Pape)
[Seite 539] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.