προσάρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] = ἐπάρχομαι, widmen, darreichen, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην κατ' ἐμὴν δύναμιν, Plat. Theaet. 168 c; vgl. Buttm. Lexil. I p. 103; Heindorf wollte mit Schneider προσηρκεσάμην lesen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] = ἐπάρχομαι, widmen, darreichen, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην κατ' ἐμὴν δύναμιν, Plat. Theaet. 168 c; vgl. Buttm. Lexil. I p. 103; Heindorf wollte mit Schneider προσηρκεσάμην lesen.
}}
{{ls
|lstext='''προσάρχομαι''': ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 168C τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι προσηρξάμην, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διορθοῖ προσήρκεσα μέν, ἐνῷ ὁ Buttm. ὑπερασπίζει τὴν συνήθη γραφὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπάρχομαι, [[προσφέρω]], [[κάμνω]] προσφοράν.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρχομαι Medium diacritics: προσάρχομαι Low diacritics: προσάρχομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosárchomai Transliteration B: prosarchomai Transliteration C: prosarchomai Beta Code: prosa/rxomai

English (LSJ)

   A offer, present, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην Pl.Tht.168c: so perh. τὸν Βρασίδαν . . ἐταινίουν τε καὶ προσήρχοντο ὥσπερ ἀθλητῇ paid him the tributes due to an athlete (for which see Plu.Caes.30), Th.4.121.

German (Pape)

[Seite 752] = ἐπάρχομαι, widmen, darreichen, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην κατ' ἐμὴν δύναμιν, Plat. Theaet. 168 c; vgl. Buttm. Lexil. I p. 103; Heindorf wollte mit Schneider προσηρκεσάμην lesen.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρχομαι: ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 168C τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι προσηρξάμην, ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ προσήρκεσα μέν, ἐνῷ ὁ Buttm. ὑπερασπίζει τὴν συνήθη γραφὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπάρχομαι, προσφέρω, κάμνω προσφοράν.