κατυβρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(7) |
(6_23) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katubri/zw | |Beta Code=katubri/zw | ||
|Definition=κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-. | |Definition=κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατυβρίζω''': κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 5 August 2017
English (LSJ)
κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ion. for καθ-.
Greek (Liddell-Scott)
κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.