ὑπέρειμι: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] (s. [[εἶμι]]), darüber weggehen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] (s. [[εἶμι]]), darüber weggehen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[ἀνώτερος]], [[ὑπερέχω]], Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρειμι Medium diacritics: ὑπέρειμι Low diacritics: υπέρειμι Capitals: ΥΠΕΡΕΙΜΙ
Transliteration A: hypéreimi Transliteration B: hypereimi Transliteration C: ypereimi Beta Code: u(pe/reimi

English (LSJ)

(εἰμί

   A sum) to be superior, Lyd.Mens.2.6, EM664.20.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. εἶμι), darüber weggehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι ἀνώτερος, ὑπερέχω, Ψευδοδιονύσ. 865, 953C, 481, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3, τὸ Ὁμηρικόν: περὶ μὲν βουλῇ Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι, ὁ Μέγ. Ἐτυμολ. 664, 20 ἑρμηνεύει: «ὑπέρεστε μὲν ἐν τῷ βουλεύειν καὶ περίεστε ἐν τῇ μάχῃ».