ἰξαλῆ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(c1)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1255.png Seite 1255]] ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» [[Πολυδ]]. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξαλῆ]]· αἰγὸς [[δορά]]. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: [[ἰσσέλα]] καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως [[διφθέρα]]. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξᾰλῆ Medium diacritics: ἰξαλῆ Low diacritics: ιξαλή Capitals: ΙΞΑΛΗ
Transliteration A: ixalē̂ Transliteration B: ixalē Transliteration C: iksali Beta Code: i)calh=

English (LSJ)

(ἰξάλη in codd., but

   A ἰξαλῆ Ael.Dion.Fr.398), ἡ, goat's skin (τελείας αἰγὸς δέρμα, Erot.), Hp.Fract.29, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, Poll.4.118. (ἰζάλη Hsch., ἰζάνη Poll. l.c., ἰσάλη Sch.Ar.Nu.72; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ Hsch., ἰσσέλη Theognost.Can.14: cf. sq.)

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξᾰλῆ: (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς ἔνδυμα τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «ἐσθής σατυρικὴ» Πολυδ. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰξαλῆ· αἰγὸς δορά. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: ἰσσέλα καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως διφθέρα. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.