ἐντερόνεια: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] ἡ, das Holz zum untersten u. mittelsten Theile der Trieren, Ar. Equ. 1185, gehol. οἱ μὲν τὸ τῶν νεῶν [[ἔδαφος]], οἱ δὲ τὰ ἐγκοίλια. Vgl. [[μήτρα]]. Der Accent so nach Hdn. bei Schol. a. a. O., falsch also ἐντερονεία. Vielleicht zusammengesetzt aus [[ἔντερον]] – ναῦς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] ἡ, das Holz zum untersten u. mittelsten Theile der Trieren, Ar. Equ. 1185, gehol. οἱ μὲν τὸ τῶν νεῶν [[ἔδαφος]], οἱ δὲ τὰ ἐγκοίλια. Vgl. [[μήτρα]]. Der Accent so nach Hdn. bei Schol. a. a. O., falsch also ἐντερονεία. Vielleicht zusammengesetzt aus [[ἔντερον]] – ναῦς.
}}
{{ls
|lstext='''ἐντερόνεια''': (οὐχὶ -εία, Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185), ἡ, = [[ἐντεριώνη]], Ἡσύχ., ἐπίτηδες αὔτ’ ἔπεμψέ σοι εἰς τὰς τριήρεις ἐντερόνειαν ἡ θεὸς, ξυλικὴν διὰ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, «τὰ ἐγκοίλια, τὰ ἀπὸ τῆς τρόπιδος ἀνερχόμενα ξύλα» (Σουΐδ., Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185 ([[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἀναφερομένου εἰς τὰ ἔντερα τὰ κομισθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀλλαντοπώλου εἰς τὸν Δῆμον), [[Πολυδ]]. Β΄, 212.
}}
}}

Revision as of 10:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερόνεια Medium diacritics: ἐντερόνεια Low diacritics: εντερόνεια Capitals: ΕΝΤΕΡΟΝΕΙΑ
Transliteration A: enteróneia Transliteration B: enteroneia Transliteration C: enteroneia Beta Code: e)ntero/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἐντεριώνη, Hsch., Suid.; ἐ. εἰς τριήρεις timber for the ribs of a ship, belly-timber, Ar.Eq.1185 (with a pun on τοῖς ἐντέροις), v. Sch.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, das Holz zum untersten u. mittelsten Theile der Trieren, Ar. Equ. 1185, gehol. οἱ μὲν τὸ τῶν νεῶν ἔδαφος, οἱ δὲ τὰ ἐγκοίλια. Vgl. μήτρα. Der Accent so nach Hdn. bei Schol. a. a. O., falsch also ἐντερονεία. Vielleicht zusammengesetzt aus ἔντερον – ναῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερόνεια: (οὐχὶ -εία, Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185), ἡ, = ἐντεριώνη, Ἡσύχ., ἐπίτηδες αὔτ’ ἔπεμψέ σοι εἰς τὰς τριήρεις ἐντερόνειαν ἡ θεὸς, ξυλικὴν διὰ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, «τὰ ἐγκοίλια, τὰ ἀπὸ τῆς τρόπιδος ἀνερχόμενα ξύλα» (Σουΐδ., Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1185 (μετὰ λογοπαιγνίου ἀναφερομένου εἰς τὰ ἔντερα τὰ κομισθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀλλαντοπώλου εἰς τὸν Δῆμον), Πολυδ. Β΄, 212.