ἀγνώσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(c1) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0019.png Seite 19]] nur bei Sp. wie Col. 8. 186; oft Nonn.; D. Per. 173; Tzetz. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0019.png Seite 19]] nur bei Sp. wie Col. 8. 186; oft Nonn.; D. Per. 173; Tzetz. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀγνώσσω''': [[ἀγνοέω]], ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τῷ Μουσαίῳ 249, Διον. Περ. 173, Κολούθῳ 8, Νόννῳ, κτλ. ὡς καὶ παρὰ Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 25 ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς ἀγνοεῖς) πιθ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ὁμηρ. τύπου ἀγνώσασκε· (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀγνοέω]]) κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[λιμώσσω]] κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 607 κἑξ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A = ἀγνοέω, pres. only, mostly poet., Simm.1.13, Musae. 249, D.P.173, Coluth.8, Nonn.D.1.425, etc.; in late Prose, Luc.Ep. Sat.25.
German (Pape)
[Seite 19] nur bei Sp. wie Col. 8. 186; oft Nonn.; D. Per. 173; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνώσσω: ἀγνοέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν τῷ Μουσαίῳ 249, Διον. Περ. 173, Κολούθῳ 8, Νόννῳ, κτλ. ὡς καὶ παρὰ Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 25 (μετὰ διαφ. γραφῆς ἀγνοεῖς) πιθ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ὁμηρ. τύπου ἀγνώσασκε· (ἴδε τὸ ῥῆμα ἀγνοέω) κατ’ ἀναλογίαν τοῦ λιμώσσω κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύν. 607 κἑξ.