ἀπολοπίζω: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(c2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] nach Phryn. B. A. 25 bessere Form als [[ἀπολεπίζω]]; s. auch [[ἀπολογίζομαι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] nach Phryn. B. A. 25 bessere Form als [[ἀπολεπίζω]]; s. auch [[ἀπολογίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπολοπίζω''': [[ἀπολέπω]], ἀφαιρῶ τοὺς φλοιούς, [[ἀπολεπίζω]], [[ἐκλεπίζω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 185 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Fritzsche ἀντὶ τοῦ ἀπολογίζειν)· οὕτω καὶ ἀπολοπίζων ἀντὶ ἀπολογίζων ἐν Ἀντιφάν. «Κουρίδι» 1, 3· «ἀπολοπίζειν, διὰ τοῦ ο τὴν τρίτην, οὐ διὰ τοῦ ε» Α. Β. 25, 26. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 5 August 2017
English (LSJ)
A = ἀπολέπω, skin, peel, prob.1. for -λογίζειν, -λογιζων, Ar.Fr.135, Antiph.128, cf. Phryn.PSp.44 B.
German (Pape)
[Seite 313] nach Phryn. B. A. 25 bessere Form als ἀπολεπίζω; s. auch ἀπολογίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολοπίζω: ἀπολέπω, ἀφαιρῶ τοὺς φλοιούς, ἀπολεπίζω, ἐκλεπίζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 185 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Fritzsche ἀντὶ τοῦ ἀπολογίζειν)· οὕτω καὶ ἀπολοπίζων ἀντὶ ἀπολογίζων ἐν Ἀντιφάν. «Κουρίδι» 1, 3· «ἀπολοπίζειν, διὰ τοῦ ο τὴν τρίτην, οὐ διὰ τοῦ ε» Α. Β. 25, 26.