ἐπιφορικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(c1) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιφορικός''': -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) [[σφοδρός]], [[δεινός]], ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = [[συλλογιστικός]], περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, [[τοίνυν]], τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (
A ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6 ; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S. ; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18. II inferential, illative, [σύνδεσμος] A.D.Conj.227.25, al. Adv. -κῶς Sch.D.T.p.65 H. III (ἐπιφορά 111) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.
German (Pape)
[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.