ἐπιφορικός
English (LSJ)
ἐπιφορική, ἐπιφορικόν,
A (ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S.; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18.
II inferential, illative, (σύνδεσμος) A.D.Conj.227.25, al. Adv. ἐπιφορικῶς Sch.D.T.p.65 H.
III (ἐπιφορά III) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.
German (Pape)
[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφορικός: грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.
Greek Monolingual
ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.