ἀπρόθεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(3) |
(6_18) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pro/qesmos | |Beta Code=a)pro/qesmos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not fixed to any definite time</b>, opp. <b class="b3">ἐμπρόθεσμος</b>, <span class="bibl">Sor.1.33</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not fixed to any definite time</b>, opp. <b class="b3">ἐμπρόθεσμος</b>, <span class="bibl">Sor.1.33</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπρόθεσμος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν [[δεῖνα]] ἢ [[δεῖνα]] ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἐμπρόθεσμος]], «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) [[ἐμπρόθεσμος]] ὁ [[χρόνος]] τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων [[ἀπρόθεσμος]] [[πολλαχοῦ]]» Σωραν. 10, σ. 28. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖνα ἢ δεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμος ὁ χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.