σύνθηρος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(c2)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1025.png Seite 1025]] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1025.png Seite 1025]] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.
}}
{{ls
|lstext='''σύνθηρος''': -ον, ([[θήρα]]) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, [[συγκυνηγός]], Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ [[ὁμοῦ]] θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, [[σύντροφος]] ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμ., ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, [[σύνθηρος]] τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθηρος Medium diacritics: σύνθηρος Low diacritics: σύνθηρος Capitals: ΣΥΝΘΗΡΟΣ
Transliteration A: sýnthēros Transliteration B: synthēros Transliteration C: synthiros Beta Code: su/nqhros

English (LSJ)

ον,

   A hunting with, τῷ Κύρῳ X.Cyr.3.1.7; σ. κύνες hunting with (Artemis), AP9.303 (Adaeus): as Subst., σ. Ἀρτέμιδος her fellowhuntress, Apollod.3.8.2: c. gen. object., joining in quest of, τῶν ἀγαθῶν φίλων X.Mem.2.6.35.

German (Pape)

[Seite 1025] mit, zugleich, zusammen jagend; κύνες, Add. 4 (IX, 303); Xen. Cyr. 3, 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθηρος: -ον, (θήρα) ὁ συνθηρεύων μετά τινος, συγκυνηγός, Τιγράνης, ὃς καὶ σύνθηρός ποτε ἐγένετο τῷ Κύρῳ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 7· ἀπολ., σ. κύνες, οἱ ὁμοῦ θηρεύοντες, Ἀνθ. Π. 9. 303 ― ὡς οὐσιαστ., σ. Ἀρτέμιδος, μετ’ αὐτῆς θηρεύουσα, σύντροφος ἐν τῇ θήρᾳ, Ἀπολλόδ. 3. 8, 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., ὁ ὁμοῦ μετά τινος θηρεύων, ἀναζητῶν τι, σύνθηρος τῶν ἀγαθῶν φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35.