κατοπτρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] zurückspiegeln, κατοπτρίζων ὁ [[ἥλιος]] τὴν ἶριν Plut. plac. philos. 3, 5. – Med. sich im Spiegel besehen, sich spiegeln; Ath. XV, 687 c; D. L. 3, 39 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1404.png Seite 1404]] zurückspiegeln, κατοπτρίζων ὁ [[ἥλιος]] τὴν ἶριν Plut. plac. philos. 3, 5. – Med. sich im Spiegel besehen, sich spiegeln; Ath. XV, 687 c; D. L. 3, 39 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατοπτρίζω''': δεικνύω ὡς ἐν κατόπτρῳ ἢ δι’ ἀνακλάσεως [[ἀπεικονίζω]], παριστῶ, ὁ [[ἥλιος]] κ. τὴν ἶριν Πλούτ. 2. 894D. ΙΙ. Μέσ., θεωρῶ εἰς [[κάτοπτρον]], [[ἐμβλέπω]] καὶ παρατηρῶ ἐμαυτόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 48· μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην Ἀθήν. 687C, κτλ.·― [[οὕτως]] ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄, 18, κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, δύναται νὰ σημαίνῃ: θεωροῦντες ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου νὰ ἑρμηνεύσωμεν: ἀντανακλῶντες τὴν δόξαν.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοπτρίζω Medium diacritics: κατοπτρίζω Low diacritics: κατοπτρίζω Capitals: ΚΑΤΟΠΤΡΙΖΩ
Transliteration A: katoptrízō Transliteration B: katoptrizō Transliteration C: katoptrizo Beta Code: katoptri/zw

English (LSJ)

   A show as in a mirror or by reflexion, τοῦ-ίζοντος [τὴν ἶριν] ἀστέρος Placit.3.5.11:—Pass., to be mirrored, Anon.Oxy.1609.19.    II Med., look into a mirror, behold oneself in it, Zeno Stoic.1.66, S.E.P.1.48, Ath.15.687c, etc.    2 behold as in a mirror, ἰδέαν Ph.1.107; δόξαν Κυρίου 2 Ep.Cor.3.18 (but here perh.reflect).

German (Pape)

[Seite 1404] zurückspiegeln, κατοπτρίζων ὁ ἥλιος τὴν ἶριν Plut. plac. philos. 3, 5. – Med. sich im Spiegel besehen, sich spiegeln; Ath. XV, 687 c; D. L. 3, 39 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατοπτρίζω: δεικνύω ὡς ἐν κατόπτρῳ ἢ δι’ ἀνακλάσεως ἀπεικονίζω, παριστῶ, ὁ ἥλιος κ. τὴν ἶριν Πλούτ. 2. 894D. ΙΙ. Μέσ., θεωρῶ εἰς κάτοπτρον, ἐμβλέπω καὶ παρατηρῶ ἐμαυτόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 48· μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην Ἀθήν. 687C, κτλ.·― οὕτως ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄, 18, κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, δύναται νὰ σημαίνῃ: θεωροῦντες ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἀλλὰ κάλλιον ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου νὰ ἑρμηνεύσωμεν: ἀντανακλῶντες τὴν δόξαν.