Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμαρμαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(c2)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. [[ἀναμορμύρω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0197.png Seite 197]] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. [[ἀναμορμύρω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀναμαρμαίρω''': κινοῦμαι [[ταχέως]], ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν [[ἄλλην]] σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν [[κυρίως]] τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης [[ἔξωθεν]]». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.
}}
}}

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμαρμαίρω Medium diacritics: ἀναμαρμαίρω Low diacritics: αναμαρμαίρω Capitals: ΑΝΑΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: anamarmaírō Transliteration B: anamarmairō Transliteration C: anamarmairo Beta Code: a)namarmai/rw

English (LSJ)

   A move quickly, of a smith's bellows, A.R.3.1300.

German (Pape)

[Seite 197] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμαρμαίρω: κινοῦμαι ταχέως, ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν ἄλλην σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν κυρίως τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης ἔξωθεν». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.