στεφανωματικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(b) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στεφᾰνωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς [[στεφάνωμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A used for making garlands, Thphr.HP1.12.4, 6.6.1, al.; λυχνὶς σ. Dsc.3.100; ἕρπυλλος ib.38.
German (Pape)
[Seite 940] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς στεφάνωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.