μονόστολος: Difference between revisions
From LSJ
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
(13_4) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] allein gesandt, allein kommend, [[δόρυ]], Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] allein gesandt, allein kommend, [[δόρυ]], Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονόστολος''': -ον, ὁ πορευόμενος [[μόνος]], Λυκόφρ. 690 [[καθόλου]], [[μόνος]], μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ [[ἕκαστος]] νὰ διοικῇ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[δόρυ]] μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας [[μονόστολος]] μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. [[μονόζωνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A going alone, Lyc.690: generally, alone, single, δόρυ E.Ph.742; λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 205] allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστολος: -ον, ὁ πορευόμενος μόνος, Λυκόφρ. 690 καθόλου, μόνος, μεμονωμένος, λόχων ἀνάσσειν ἢ μονοστόλου δουρός; νὰ διοικῶσι λόχους ἢ ἕκαστος νὰ διοικῇ τὸ ἑαυτοῦ δόρυ μόνον; Εὐρ. Φοιν. 749· λείπομαι φίλας μονόστολος μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 406· πρβλ. μονόζωνος.