δικλίς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(13_6b)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0629.png Seite 629]] ίδος, ἡ, <b class="b2">zweiflügelig</b>, von Thüren; entweder gebildet aus δίς und [[κλίνω]], doppelt angelehnt, oder aus δίς und [[κλείω]], [[κλείς]], doppelt geschlossen oder doppelt schließend; vgl. Drac. p. 56, 18. Darauf, daß sich die zweite Sylbe hier und da mit ει geschrieben findet, ist schwerlich viel Gewicht zu legen; Hippocrat. p. 788 g ὑπὲρ δίκλειδος θύρης; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 2 <b class="b2">Δικλεῖδες</b>· δίθυροι. Bei Homer erscheint das Wort dreimal: Odyss. 2, 345 κληισταὶ σανίδες, δικλίδες; 17, 268 θύραι δικλίδες; Iliad. 12, 455 σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληὶς ἐπ ρήρει. – Sp. D.; auch σταθμοί, Ap. Rh. 4, 26; im sing., θύρην δικλίδα Arat. Phaen. 142; ohne Zusatz, Doppelthür, Theocr. 14, 42; Mel. 121 (VII, 182).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0629.png Seite 629]] ίδος, ἡ, <b class="b2">zweiflügelig</b>, von Thüren; entweder gebildet aus δίς und [[κλίνω]], doppelt angelehnt, oder aus δίς und [[κλείω]], [[κλείς]], doppelt geschlossen oder doppelt schließend; vgl. Drac. p. 56, 18. Darauf, daß sich die zweite Sylbe hier und da mit ει geschrieben findet, ist schwerlich viel Gewicht zu legen; Hippocrat. p. 788 g ὑπὲρ δίκλειδος θύρης; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 2 <b class="b2">Δικλεῖδες</b>· δίθυροι. Bei Homer erscheint das Wort dreimal: Odyss. 2, 345 κληισταὶ σανίδες, δικλίδες; 17, 268 θύραι δικλίδες; Iliad. 12, 455 σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο [[πύκα]] στιβαρῶς ἀραρυίας, δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληὶς ἐπ ρήρει. – Sp. D.; auch σταθμοί, Ap. Rh. 4, 26; im sing., θύρην δικλίδα Arat. Phaen. 142; ohne Zusatz, Doppelthür, Theocr. 14, 42; Mel. 121 (VII, 182).
}}
{{ls
|lstext='''δικλίς''': -ίδος, ἡ, ([[κλίνω]]) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, [[διπλῆ]], ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. [[μετὰ]] τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ [[τύπος]] δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κλείς]], διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.
}}
}}

Revision as of 10:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικλίς Medium diacritics: δικλίς Low diacritics: δικλίς Capitals: ΔΙΚΛΙΣ
Transliteration A: diklís Transliteration B: diklis Transliteration C: diklis Beta Code: dikli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (κλίνω)

   A double-folding, epith. of doors or gates, mostly in pl. with σανίδες, θύραι, πύλαι, Od.2.345, 17.268, Il.12.455; later δικλίδες alone, folding-doors, AP7.182 (Mel.), 5.144 (Asclep.), 255 (Paul. Sil.), etc.: rarely in sg., Theoc.14.42, AP5.241 (Eratosth.); δ. θύρη Arat.193:—written δίκλεις, ειδος, as if from κλείς, double-fastened, Hp.Art.7 (cf. Gal. ad loc.).

German (Pape)

[Seite 629] ίδος, ἡ, zweiflügelig, von Thüren; entweder gebildet aus δίς und κλίνω, doppelt angelehnt, oder aus δίς und κλείω, κλείς, doppelt geschlossen oder doppelt schließend; vgl. Drac. p. 56, 18. Darauf, daß sich die zweite Sylbe hier und da mit ει geschrieben findet, ist schwerlich viel Gewicht zu legen; Hippocrat. p. 788 g ὑπὲρ δίκλειδος θύρης; Apollon. Lex. Homer. p. 59, 2 Δικλεῖδες· δίθυροι. Bei Homer erscheint das Wort dreimal: Odyss. 2, 345 κληισταὶ σανίδες, δικλίδες; 17, 268 θύραι δικλίδες; Iliad. 12, 455 σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληὶς ἐπ ρήρει. – Sp. D.; auch σταθμοί, Ap. Rh. 4, 26; im sing., θύρην δικλίδα Arat. Phaen. 142; ohne Zusatz, Doppelthür, Theocr. 14, 42; Mel. 121 (VII, 182).

Greek (Liddell-Scott)

δικλίς: -ίδος, ἡ, (κλίνω) ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, διπλῆ, ἐπίθετον τῶν θυρῶν καὶ πυλῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. μετὰ τοῦ θύραι, πύλαι, σανίδες, Ὀδ. Β. 345, Π. 268, Ἰλ. Μ. 455· μεταγεν., δικλίδες μόνον, = θύραι μὲ δύο φύλλα, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. 5. 145, 256, κτλ.· σπαν. καθ’ ἑνικόν, Θεόκρ. 14. 42, Ἀνθ. Π. 5. 242. ― Ὁ τύπος δίκλεις, ειδος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κλείς, διπλῶς κεκλεισμένος, ἐν Ἱππ. Ἄρθρ. 783.