κόβειρος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(c2)
 
(6_14)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ὁ, = Vorigem; Hesych. [[γελοιαστής]], σκώπ της, auch [[λοιδοριστής]] erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ὁ, = Vorigem; Hesych. [[γελοιαστής]], σκώπ της, auch [[λοιδοριστής]] erkl.
}}
{{ls
|lstext='''κόβειρος''': ὁ, = [[κόβαλος]], «[[κόβειρος]]· [[γελοιαστής]], [[σκώπτης]], λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, = Vorigem; Hesych. γελοιαστής, σκώπ της, auch λοιδοριστής erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κόβειρος: ὁ, = κόβαλος, «κόβειρος· γελοιαστής, σκώπτης, λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.