σκανδαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
(13_2) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] einen Anstoß, ein Aergerniß geben, verursachen, N. T. u. K. S.; auch pass., ὃς ἂν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν [[ἐμοί]], Matth. 11, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] einen Anstoß, ein Aergerniß geben, verursachen, N. T. u. K. S.; auch pass., ὃς ἂν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν [[ἐμοί]], Matth. 11, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκανδᾰλίζω''': [[κάμνω]] νὰ προσκόψῃ τις, [[ἐμβάλλω]] εἰς πειρασμόν, ἢ [[πειράζω]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 29, ιζ΄, 27, κτλ. - Παθητ., [[προσκόπτω]], σκανδαλίζομαι, πειράζομαι [[αὐτόθι]] κϚ΄, 33, κτλ.· ἔν τινι [[αὐτόθι]] ια΄, 6, κϚ΄, 31, κτλ.· ἀπὸ πίστεως Ἐκκλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
A cause to stumble, give offence or scandal to any one, τινα Ev.Matt.5.29, 17.27, etc.:— Pass., to be made to stumble, take offence, ib.26.33, etc.; ἔν τινι LXX Si.9.5, al., Ev.Matt.11.6, 26.31, etc.
German (Pape)
[Seite 889] einen Anstoß, ein Aergerniß geben, verursachen, N. T. u. K. S.; auch pass., ὃς ἂν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί, Matth. 11, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σκανδᾰλίζω: κάμνω νὰ προσκόψῃ τις, ἐμβάλλω εἰς πειρασμόν, ἢ πειράζω, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 29, ιζ΄, 27, κτλ. - Παθητ., προσκόπτω, σκανδαλίζομαι, πειράζομαι αὐτόθι κϚ΄, 33, κτλ.· ἔν τινι αὐτόθι ια΄, 6, κϚ΄, 31, κτλ.· ἀπὸ πίστεως Ἐκκλ.