κατακοιμίζω: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., [[λύχνον]], auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. [[κατακοιμάω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., [[λύχνον]], auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. [[κατακοιμάω]].
}}
{{ls
|lstext='''κατακοιμίζω''': [[κατακοιμάω]] ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», [[ὅπερ]] καταβαυκαλῶ λέγει ὁ [[Πολυδ]]. 9. 127 τὰ δυσπνοῦντα τῶν παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790D, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34∙ μεταφ., κ. τὸν [[λύχνον]], σβεννύω τὸν λ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρ.» 6∙ ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Πλούτ. 2. 346C. - Παθ., ἐπὶ ὀχληρῶν ζητημάτων, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθεῖεν Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24. - Ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. σημασίας ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ [[κατακοιμάω]].
}}
}}

Revision as of 10:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακοιμίζω Medium diacritics: κατακοιμίζω Low diacritics: κατακοιμίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: katakoimízō Transliteration B: katakoimizō Transliteration C: katakoimizo Beta Code: katakoimi/zw

English (LSJ)

   A = κατακοιμάω 11 (for which it is a constant v.l.), lull to sleep, τὴν φυλακήν Hecat.33J.; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων Pl.Lg.790d, cf. Smp.223d (v.l. -κοιμήσαντ'), Luc.VH2.34,Asin.6: metaph., κ. τὸν λύχνον Phryn.Com.24; ὀργάς Com.Adesp.521; τοὺς πολεμίους Plu.2.346c:—Pass., go to sleep, Plb.3.67.2; of troublesome questions, ἵνα . . ἀεὶ ἂν κατακοιμισθῶσιν IG22.1121.26.    II sleep through, τὴν φυλακήν sleep out one's watch, Hdt.9.93. Ael. NA1.15, al.; τῆς ἡμέρας τὸ Χρησιμώτατον -κοιμίζουσα X.Mem.2.1.30.

German (Pape)

[Seite 1354] 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., λύχνον, auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. κατακοιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακοιμίζω: κατακοιμάω ΙΙ (ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφ.), βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, «νανουρίζω», ὅπερ καταβαυκαλῶ λέγει ὁ Πολυδ. 9. 127 τὰ δυσπνοῦντα τῶν παιδίων Πλάτ. Νόμ. 790D, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34∙ μεταφ., κ. τὸν λύχνον, σβεννύω τὸν λ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρ.» 6∙ ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Πλούτ. 2. 346C. - Παθ., ἐπὶ ὀχληρῶν ζητημάτων, ἵνα… ἀεὶ ἂν κατακοιμισθεῖεν Συλλ. Ἐπιγρ. 356. 24. - Ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. σημασίας ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος εἶναι τὸ κατακοιμάω.