μαρμαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(8)
 
(6_6)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=marmai/rw
|Beta Code=marmai/rw
|Definition=only pres. and impf.; impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μαρμαίρεσκον <span class="bibl">Q.S.1.150</span>: (redupl. from <b class="b3">μαρ-</b>, cf. <b class="b3">μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω</b>):—<b class="b2">flash, sparkle, gleam</b>, of any <b class="b2">darting, quivering</b> light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα <span class="bibl">Il.12.195</span>, cf. <span class="bibl">16.664</span>,al.; τεύχεα μ. <span class="bibl">18.617</span>; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες <span class="bibl">13.801</span>; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας <span class="bibl">16.279</span>; δώματα . . χρύσεα μαρμαίροντα <span class="bibl">13.22</span>; <b class="b3">ὄμματα μαρμαίροντα</b> the <b class="b2">sparkling</b> eyes of Aphrodite, <span class="bibl">3.397</span>; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>699</span>; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ <span class="bibl">Alc.15.1</span>; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.<span class="title">Fr.</span>16.9; νύκτα . . ἄστροισι μαρμαίρουσαν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>401</span>; <b class="b3">χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων</b>, of Apollo, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>888</span> (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων <span class="bibl">D.P.329</span>; μαρμαίρουσι παρηΐδες <span class="title">AP</span>5.281 (Agath.), cf. <span class="bibl">Alciphr.3.67</span>: also in late Prose, <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.40</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>13.3</span>, Alciphr.l.c.</span>
|Definition=only pres. and impf.; impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μαρμαίρεσκον <span class="bibl">Q.S.1.150</span>: (redupl. from <b class="b3">μαρ-</b>, cf. <b class="b3">μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω</b>):—<b class="b2">flash, sparkle, gleam</b>, of any <b class="b2">darting, quivering</b> light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα <span class="bibl">Il.12.195</span>, cf. <span class="bibl">16.664</span>,al.; τεύχεα μ. <span class="bibl">18.617</span>; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες <span class="bibl">13.801</span>; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας <span class="bibl">16.279</span>; δώματα . . χρύσεα μαρμαίροντα <span class="bibl">13.22</span>; <b class="b3">ὄμματα μαρμαίροντα</b> the <b class="b2">sparkling</b> eyes of Aphrodite, <span class="bibl">3.397</span>; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>699</span>; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ <span class="bibl">Alc.15.1</span>; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.<span class="title">Fr.</span>16.9; νύκτα . . ἄστροισι μαρμαίρουσαν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>401</span>; <b class="b3">χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων</b>, of Apollo, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>888</span> (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων <span class="bibl">D.P.329</span>; μαρμαίρουσι παρηΐδες <span class="title">AP</span>5.281 (Agath.), cf. <span class="bibl">Alciphr.3.67</span>: also in late Prose, <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.40</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>13.3</span>, Alciphr.l.c.</span>
}}
{{ls
|lstext='''μαρμαίρω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. [[μαιμάω]], [[μορμύρω]], [[πορφύρω]], [[παιφάσσω]]), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, [[ἀστράπτω]], ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, [[ἔντεα]] μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ [[δόμος]] χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν [[οἴκοι]] Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67.
}}
}}

Revision as of 10:45, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμαίρω Medium diacritics: μαρμαίρω Low diacritics: μαρμαίρω Capitals: ΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: marmaírō Transliteration B: marmairō Transliteration C: marmairo Beta Code: marmai/rw

English (LSJ)

only pres. and impf.; impf.

   A μαρμαίρεσκον Q.S.1.150: (redupl. from μαρ-, cf. μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω):—flash, sparkle, gleam, of any darting, quivering light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα Il.12.195, cf. 16.664,al.; τεύχεα μ. 18.617; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας 16.279; δώματα . . χρύσεα μαρμαίροντα 13.22; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, 3.397; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Hes.Th.699; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ Alc.15.1; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.Fr.16.9; νύκτα . . ἄστροισι μαρμαίρουσαν A.Th.401; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, of Apollo, E.Ion888 (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων D.P.329; μαρμαίρουσι παρηΐδες AP5.281 (Agath.), cf. Alciphr.3.67: also in late Prose, Phld. Po.2.40, Plu.Caes.6, Luc.DMeretr.13.3, Alciphr.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαίρω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. μαιμάω, μορμύρω, πορφύρω, παιφάσσω), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, ἀστράπτω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, ἔντεα μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ δόμος χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν οἴκοι Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67.