ἅζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(4000)
 
(6_5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a(/zomai
|Beta Code=a(/zomai
|Definition=only pres. and impf.; Act. only in part. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἅζοντα <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span> 134</span>:—<b class="b2">stand in awe of, esp. gods and one's parents</b>, ἁζόμενοι . . Απόλλωνα <span class="bibl">Il.1.21</span>; μήτ' οὖν μητέρ' ἐμὴν ἅζευ <span class="bibl">Od.17.401</span>; followed by inf., χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διἴ λείβειν . . ἅζομαι <span class="bibl">Il.6.267</span>; ξείνους οὐχ ἅζεο . . ἐσθέμεναι <span class="bibl">Od.9.478</span>; ἅ. μή <span class="bibl">Il.14.261</span>; τίς δή κεν .. ἅζοιτ' ἀθανάτους; <span class="bibl">Thgn.748</span>,cf.<span class="bibl">Alcm.54</span>: used by A. in lyr., τίς οὖν τάδ' οὐχ ἅζεται; <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span> 389</span>; <b class="b3">Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ</b> (sc. <b class="b3">Ζεύς</b>) <b class="b2">respects .</b>., ib.<span class="bibl">1002</span>; ἅζονται γὰρ ὁμαίμους <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>652</span>; <b class="b3">πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται</b> ib.<span class="bibl">884</span> (all lyr.); <b class="b3">θανεῖν οὐχ ἅζομαι</b> <b class="b2">I fear</b> not to die... <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 1116</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs. in part., <b class="b2">reverently, in holy fear</b>, <span class="bibl">Od.9.200</span>; <b class="b3">ἀμφί σοι ἁζόμενος</b> <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>155</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">to be angry</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>348</span>. (Cf. <b class="b3">ἅγιος</b>.) </span>
|Definition=only pres. and impf.; Act. only in part. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἅζοντα <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span> 134</span>:—<b class="b2">stand in awe of, esp. gods and one's parents</b>, ἁζόμενοι . . Απόλλωνα <span class="bibl">Il.1.21</span>; μήτ' οὖν μητέρ' ἐμὴν ἅζευ <span class="bibl">Od.17.401</span>; followed by inf., χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διἴ λείβειν . . ἅζομαι <span class="bibl">Il.6.267</span>; ξείνους οὐχ ἅζεο . . ἐσθέμεναι <span class="bibl">Od.9.478</span>; ἅ. μή <span class="bibl">Il.14.261</span>; τίς δή κεν .. ἅζοιτ' ἀθανάτους; <span class="bibl">Thgn.748</span>,cf.<span class="bibl">Alcm.54</span>: used by A. in lyr., τίς οὖν τάδ' οὐχ ἅζεται; <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span> 389</span>; <b class="b3">Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ</b> (sc. <b class="b3">Ζεύς</b>) <b class="b2">respects .</b>., ib.<span class="bibl">1002</span>; ἅζονται γὰρ ὁμαίμους <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>652</span>; <b class="b3">πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται</b> ib.<span class="bibl">884</span> (all lyr.); <b class="b3">θανεῖν οὐχ ἅζομαι</b> <b class="b2">I fear</b> not to die... <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 1116</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs. in part., <b class="b2">reverently, in holy fear</b>, <span class="bibl">Od.9.200</span>; <b class="b3">ἀμφί σοι ἁζόμενος</b> <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>155</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">to be angry</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>348</span>. (Cf. <b class="b3">ἅγιος</b>.) </span>
}}
{{ls
|lstext='''ἅζομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ― ἐνεργ. μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 134· μετοχ. ἅζοντα. Σέβομαι, φοβοῦμαί τινα, [[μάλιστα]] τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς... ἁζόμενοι... Ἀπόλλωνα, Ἰλ. Α. 21, μήτ’ οὖν μητέρ’ ἐμὴν ἄζευ, Ὀδ. Ρ. 401· ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφάτου· χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν Διῒ λείβειν... [[ἅζομαι]], Ἰλ. Ζ. 267· ξείνους οὐχ ἅζεο... ἐσθέμεναι, Ὀδ. Ι. 478· ἅζ. μή... Ἰλ. Ξ. 261: ― οὕτω παρὰ Θεόγν. τίς δή κεν… ἅζοιτ’ ἀθανάτους, 478· καὶ παρὰ Τραγ. τίς οὖν τάδ’ οὐχ ἅζεται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 389· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς [[ὄντα]] ἅζεται πατὴρ (δηλ. Ζεύς), σέβεται… [[αὐτόθι]] 1002 ἅζονται γὰρ ὁμαίμους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 651· πλόκαμον οὐδάμ’ ἅζεται, [[αὐτόθι]] 884 (ἅπαντα λυρ.)· οὐχ [[ἅζομαι]] θανεῖν, δὲν φοβοῦμαι τὸν θάνατον… Εὐρ. Ὀρ. 1116. (κοιν. οὐ χάζομαι, πρβλ. Ἐλμσλ. [[Ἡρακλ]]. 600, Monk. Ἄλκ. 336). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. πεφοβημένος. Ὀδ. Ι. 200· [[ἀμφί]] σοι ἁζόμενος, Σοφ. Ο. Τ. 155. (ἐκ √ΑΓ ἴδε [[ἄγος]], ἅγος, [[ἁγνός]], [[ἅγιος]]).
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅζομαι Medium diacritics: ἅζομαι Low diacritics: άζομαι Capitals: ΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: házomai Transliteration B: hazomai Transliteration C: azomai Beta Code: a(/zomai

English (LSJ)

only pres. and impf.; Act. only in part.

   A ἅζοντα S.OC 134:—stand in awe of, esp. gods and one's parents, ἁζόμενοι . . Απόλλωνα Il.1.21; μήτ' οὖν μητέρ' ἐμὴν ἅζευ Od.17.401; followed by inf., χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διἴ λείβειν . . ἅζομαι Il.6.267; ξείνους οὐχ ἅζεο . . ἐσθέμεναι Od.9.478; ἅ. μή Il.14.261; τίς δή κεν .. ἅζοιτ' ἀθανάτους; Thgn.748,cf.Alcm.54: used by A. in lyr., τίς οὖν τάδ' οὐχ ἅζεται; Eu. 389; Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ (sc. Ζεύς) respects .., ib.1002; ἅζονται γὰρ ὁμαίμους Id.Supp.652; πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται ib.884 (all lyr.); θανεῖν οὐχ ἅζομαι I fear not to die... E.Or. 1116.    2 abs. in part., reverently, in holy fear, Od.9.200; ἀμφί σοι ἁζόμενος S.OT155.    3 to be angry, E.Fr.348. (Cf. ἅγιος.)

Greek (Liddell-Scott)

ἅζομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ― ἐνεργ. μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 134· μετοχ. ἅζοντα. Σέβομαι, φοβοῦμαί τινα, μάλιστα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς... ἁζόμενοι... Ἀπόλλωνα, Ἰλ. Α. 21, μήτ’ οὖν μητέρ’ ἐμὴν ἄζευ, Ὀδ. Ρ. 401· ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφάτου· χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν Διῒ λείβειν... ἅζομαι, Ἰλ. Ζ. 267· ξείνους οὐχ ἅζεο... ἐσθέμεναι, Ὀδ. Ι. 478· ἅζ. μή... Ἰλ. Ξ. 261: ― οὕτω παρὰ Θεόγν. τίς δή κεν… ἅζοιτ’ ἀθανάτους, 478· καὶ παρὰ Τραγ. τίς οὖν τάδ’ οὐχ ἅζεται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 389· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντα ἅζεται πατὴρ (δηλ. Ζεύς), σέβεται… αὐτόθι 1002 ἅζονται γὰρ ὁμαίμους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 651· πλόκαμον οὐδάμ’ ἅζεται, αὐτόθι 884 (ἅπαντα λυρ.)· οὐχ ἅζομαι θανεῖν, δὲν φοβοῦμαι τὸν θάνατον… Εὐρ. Ὀρ. 1116. (κοιν. οὐ χάζομαι, πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 600, Monk. Ἄλκ. 336). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. πεφοβημένος. Ὀδ. Ι. 200· ἀμφί σοι ἁζόμενος, Σοφ. Ο. Τ. 155. (ἐκ √ΑΓ ἴδε ἄγος, ἅγος, ἁγνός, ἅγιος).