ἅζομαι
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
only pres. and impf.; Act. only in part.
A ἅζοντα S.OC 134:—stand in awe of, esp. gods and one's parents, ἁζόμενοι . . Απόλλωνα Il.1.21; μήτ' οὖν μητέρ' ἐμὴν ἅζευ Od.17.401; followed by inf., χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διἴ λείβειν . . ἅζομαι Il.6.267; ξείνους οὐχ ἅζεο . . ἐσθέμεναι Od.9.478; ἅ. μή Il.14.261; τίς δή κεν .. ἅζοιτ' ἀθανάτους; Thgn.748,cf.Alcm.54: used by A. in lyr., τίς οὖν τάδ' οὐχ ἅζεται; Eu. 389; Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ (sc. Ζεύς) = the father protects those under the wings of Pallas / you are under the wings of Pallas and her father reveres you, ib.1002; ἅζονται γὰρ ὁμαίμους Id.Supp.652; πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται ib.884 (all lyr.); θανεῖν οὐχ ἅζομαι = I fear not to die, I am not afraid to die E.Or. 1116.
2 abs. in part., reverently, in holy fear, Od.9.200; ἀμφί σοι ἁζόμενος S.OT155.
3 to be angry, E.Fr.348. (Cf. ἅγιος.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): prob. ἅσδομαι Alcm.70(c)
• Morfología: [act. sólo ἅζοντα S.OC 134]
1 sentir reverencia o respeto religioso hacia dioses, pers. y aquello protegido por leyes no escritas, c. ac. Ἀπόλλωνα Il.1.21, Ἄρηα Il.5.830, cf. 434, ἀθανάτους Thgn.748, 1140, μητέρ' ἐμήν Od.17.401, ὁμαίμους A.Supp.651, cf. Archil.132.5, Alcm.70(c), νέμεσιν, σὸν χόλον de Zeus, Thgn.280, 738, ὁλκὴ ... πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται = mi violencia no siente ningún respeto por tu cabello (el heraldo egipcio al tratar de arrancar a las Danaides de los altares), A.Supp.884, mismo sent. en v. act., S.OC 134
•los dioses ante otras divinidades: Helios ante Deméter h.Cer.76, los demás dioses ante Hera h.Hom.12.5
•ante pers. protegidas por un dios Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ = Zeus respeta a los que están bajo la protección de Palas A.Eu.1002, ταῦτ' ἄρα ἁζόμενος τίμα ἀριδείκετον υἱόν ref. a la futura gloria de Heracles, Hes.Th.532, cf. A.R.3.975, 4.1733.
2 tener escrúpulo religioso c. inf. χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διὶ λείβειν ... ἅζομαι siento escrúpulo de ofrendar a Zeus con las manos sucias, Il.6.267, ξείνους οὐκ ἅζεο ... ἐσθέμεναι no has tenido escrúpulo en devorar a tus huéspedes del Cíclope Od.9.478, ἅζομαι Ἄρεα ... ἰδεῖν Nonn.D.30.281
•temer de modo religioso θανεῖν οὐχ ἅζομαι = no temo morir E.Or.1116, πρὸ τούτου λέγειν E.Alc.326
•c. complet. c. μή sentir escrúpulo o temor ἅζετο (Zeus) μὴ Νυκτὶ ... ἀποθύμια ἔρδοι tuvo escrúpulo de hacer algo que desagradara a la Noche, Il.14.261
•de ahí procurar ἅζεο, μὴ βαρύγουνος ... ἀκούσῃς procura no oírte llamar torpe Nonn.D.23.232
•c. interr. indir. ἀμφὶ σοὶ ἁζόμενος τί ... preguntándome en torno a ti (Apolo) con temor, qué ... ? S.OT 155.
• Etimología: Cf. ai. yájati ‘honrar mediante oraciones y sacrificios', raíz *i̯ag-, quizá de *i̯°g-.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
vénérer avec un sentiment de crainte, craindre, acc. : ἀμφί σοι ἁζόμενος τί ἐξανύσεις SOPH me demandant avec crainte à ton sujet ce que tu accompliras ; avec l'inf., craindre de ; avec μή, craindre que.
Étymologie: R. Ἁγ ; cf. ἅγιος.
Russian (Dvoretsky)
ἅζομαι: (act. только part. praes.)
1 благоговейно чтить, почитать (θεον, μητέρα Hom.; ὁμαίμους Aesch.);
2 испытывать священный страх, страшиться, не дерзать (ποιεῖν τι Hom.): ἁζόμενος, τί μοι ἐξανύσεις χρέος Soph. полный благоговейного страха перед тем, что ты готовишь мне; τὶς οὐδὲν ἅζων Soph. какой-то нечестивец; δὶς θανεῖν οὐχ ἅζομαι Eur. я не побоюсь и дважды умереть.
Greek (Liddell-Scott)
ἅζομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ― ἐνεργ. μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 134· μετοχ. ἅζοντα. Σέβομαι, φοβοῦμαί τινα, μάλιστα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς... ἁζόμενοι... Ἀπόλλωνα, Ἰλ. Α. 21, μήτ’ οὖν μητέρ’ ἐμὴν ἄζευ, Ὀδ. Ρ. 401· ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφάτου· χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν Διῒ λείβειν... ἅζομαι, Ἰλ. Ζ. 267· ξείνους οὐχ ἅζεο... ἐσθέμεναι, Ὀδ. Ι. 478· ἅζ. μή... Ἰλ. Ξ. 261: ― οὕτω παρὰ Θεόγν. τίς δή κεν… ἅζοιτ’ ἀθανάτους, 478· καὶ παρὰ Τραγ. τίς οὖν τάδ’ οὐχ ἅζεται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 389· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντα ἅζεται πατὴρ (δηλ. Ζεύς), σέβεται… αὐτόθι 1002 ἅζονται γὰρ ὁμαίμους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 651· πλόκαμον οὐδάμ’ ἅζεται, αὐτόθι 884 (ἅπαντα λυρ.)· οὐχ ἅζομαι θανεῖν, δὲν φοβοῦμαι τὸν θάνατον… Εὐρ. Ὀρ. 1116. (κοιν. οὐ χάζομαι, πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 600, Monk. Ἄλκ. 336). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. πεφοβημένος. Ὀδ. Ι. 200· ἀμφί σοι ἁζόμενος, Σοφ. Ο. Τ. 155. (ἐκ √ΑΓ ἴδε ἄγος, ἅγος, ἁγνός, ἅγιος).
English (Autenrieth)
only pres. and ipf.: dread, stand in awe of; w. inf. Il. 6.267, Od. 9.478; w. μή, ‘lest,’ Il. 14.261.
Greek Monotonic
ἅζομαι: (√ΑΓ, βλ. ἅγος), αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μόνο στη μτχ. ἅζοντα·
1. σέβομαι, φοβάμαι κάποιον, ιδίως τους θεούς και τους γονείς, σε Όμηρ.· ακολουθ. από απαρ., συστέλλομαι από την εκτέλεση πράγματος, στον ίδ.· επίσης, ἅζομαι μή..., σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ. σε μτχ., κατατρομαγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
Frisk Etymological English
See also: ἅγιος
Middle Liddell
[Root ΑΓ, compare ἄγος
1. to stand in awe of, dread, esp. the gods and one's parents, Hom.; followed by inf., to shrink from doing, Hom.; also ἅζομαι μὴ . ., Il.
2. absol. in part. awe-struck, Od., Soph.