περιοδεία: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(c1)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.
}}
{{ls
|lstext='''περιοδεία''': ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) [[περιπόλησις]], [[κατόπτευσις]], Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς [[μελέτη]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ [[θεραπεία]], Ἐκκλ.
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδεία Medium diacritics: περιοδεία Low diacritics: περιοδεία Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ
Transliteration A: periodeía Transliteration B: periodeia Transliteration C: periodeia Beta Code: periodei/a

English (LSJ)

or περιοδ-ία, ἡ,

   A going round, circuit, Str.8.6.3,9.3.1.    2 patrolling, rounds, Aen.Tact.1.1 (pl.), al.    II going through a subject, diligent study, Epicur.Ep.1p.4U.: pl., ib.p.32 U.; π. φυσική Phld. Rh.2.53 S.    2 medical practice, routine, ἐν π. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.

German (Pape)

[Seite 584] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδεία: ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) περιπόλησις, κατόπτευσις, Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς μελέτη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ θεραπεία, Ἐκκλ.