σύμπους: Difference between revisions
From LSJ
(13_2) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύμπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 159· «τῶν [[πάλαι]] δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.
German (Pape)
[Seite 989] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν πάλαι δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.