ἀπαραλόγιστος: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(c1) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] nicht zu täuschen, Aesop. 16; nicht täuschend, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] nicht zu täuschen, Aesop. 16; nicht täuschend, Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαραλόγιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 115. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀποστ. Διατ. 2. 25, σ. 240, 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἀπατῶν, Κύριλλ. 98D, «ἀπαραλόγιστον· ἀψευδές, ἀληθὲς» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be deceived, τῶν καθηκόντων τήρησις Hierocl.in CA10p.437M.; not liable to error, Nicom.Harm.6. Adv. -τως undoubtedly, Ruf. ap. Orib.45.30.55. II Act., not deceiving, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu täuschen, Aesop. 16; nicht täuschend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραλόγιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 115. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀποστ. Διατ. 2. 25, σ. 240, 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἀπατῶν, Κύριλλ. 98D, «ἀπαραλόγιστον· ἀψευδές, ἀληθὲς» Ἡσύχ.