μέροψ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(13_6a)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) <b class="b2">die Menschen</b>, die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; [[οὔτις]] μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der <b class="b2">Bienenfresser</b>, sonst [[ἀέροψ]], Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) <b class="b2">die Menschen</b>, die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; [[οὔτις]] μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der <b class="b2">Bienenfresser</b>, sonst [[ἀέροψ]], Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''μέροψ''': -οπος, ὁ, ([[μείρομαι]], [[μερίζω]], ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. [[αὐδήεις]]), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, [[εἶδος]] πτηνοῦ, [[μελισσοφάγος]], Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. [[ὄνομα]] ἦν [[εἶροψ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6.
}}
}}

Revision as of 10:54, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέροψ Medium diacritics: μέροψ Low diacritics: μέροψ Capitals: ΜΕΡΟΨ
Transliteration A: mérops Transliteration B: merops Transliteration C: merops Beta Code: me/roy

English (LSJ)

οπος, ὁ, poet. word, used only in pl. as epith. of men, derived by Gramm. from μείρομαι, ὄψ,

   A dividing the voice, i. e. articulate (cf. Hsch., Sch.11.1.250), μ. ἄνθρωποι Il. l.c., Hes.Op.109, etc.; μ. βροτοί 11.2.285; μερόπεσσι λαοῖς A.Supp.90 (lyr.): hence as Subst., = ἄνθρωποι, Musae.Fr.13 D., A.Ch.1018 (anap.), E.IT1263 (lyr.), A.R.4.536, Call.Fr.418, AP7.563 (Paul. Sil.); a usage satirized by Strato Com., 1.6 sq.    II in sg. and pl., bee-eater, Merops apiaster, Arist.HA615b25, Plu.2.976d; cf. εἴροψ.

German (Pape)

[Seite 136] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) die Menschen, die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; οὔτις μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der Bienenfresser, sonst ἀέροψ, Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μέροψ: -οπος, ὁ, (μείρομαι, μερίζω, ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. αὐδήεις), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - ἐντεῦθεν τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, εἶδος πτηνοῦ, μελισσοφάγος, Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. ὄνομα ἦν εἶροψ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6.