ἔτασις: Difference between revisions
From LSJ
(a) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] ἡ, = [[ἐξέτασις]], LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] ἡ, = [[ἐξέτασις]], LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔτᾰσις''': -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, ([[ἐτάζω]]) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων [[ἐξέτασις]], -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = [[ἐξεταστέον]], Τζέτζ.: ἐταστὴς = [[ἐξεταστής]], Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = [[ἐξεταστικός]], Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· [[ἐξέτασις]]. ἢ ὁ [[ἀριθμὸς]] παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:01, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐτάζω)
A trial, affliction, LXXJb.10.17.
German (Pape)
[Seite 1047] ἡ, = ἐξέτασις, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτᾰσις: -εως, ἡ, καὶ ἐτασμός, ὁ, (ἐτάζω) ἀμφότερα παρὰ τοῖς Ἑβδ., σπάνιοι τύποι ἀντὶ τῶν συνήθων ἐξέτασις, -σμός. Προσέτι, ἐταστέον = ἐξεταστέον, Τζέτζ.: ἐταστὴς = ἐξεταστής, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3641b. 42, Σουΐδ.· ἐταστικός, ή, όν, = ἐξεταστικός, Ἐκκλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐτασμός· ἐξέτασις. ἢ ὁ ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».