διασμύχω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(a)
 
(6_7)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] durchschmauchen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] durchschmauchen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διασμύχω''': ἐπιτεταμ. [[σμύχω]], εἰ πῦρ ἀχύροις ὑποκρυφθείη [[τέως]] μὲν [[ἔνδοθεν]] διασμύχει τῇ καύσει τὰ παρακείμενα, φλὸξ δὲ κατὰ τὸ φαινόμενον οὐκ ἐκδίδοται Γρηγ. Νύσσ. 1 σ. 826D· τοῦ πένθους οἱονεὶ [[πυρός]] τινος [[ἔνδοθεν]] αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος [[αὐτόθι]] 2, σ. 196. ‒ Παθ., πῦρ διασμυχόμενον Φίλων 2. 143.
}}
}}

Revision as of 11:08, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 602] durchschmauchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασμύχω: ἐπιτεταμ. σμύχω, εἰ πῦρ ἀχύροις ὑποκρυφθείη τέως μὲν ἔνδοθεν διασμύχει τῇ καύσει τὰ παρακείμενα, φλὸξ δὲ κατὰ τὸ φαινόμενον οὐκ ἐκδίδοται Γρηγ. Νύσσ. 1 σ. 826D· τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος ἔνδοθεν αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος αὐτόθι 2, σ. 196. ‒ Παθ., πῦρ διασμυχόμενον Φίλων 2. 143.