αὐξηρός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(3)
 
(6_16)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=au)chro/s
|Beta Code=au)chro/s
|Definition=όν, dub. l. in <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 588</span>.
|Definition=όν, dub. l. in <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 588</span>.
}}
{{ls
|lstext='''αὐξηρός''': -όν, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὑγιῶς ἐν Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 588, πρέπει να σημαίνῃ τὸν τελείως ηὐξημένον, «τὸν μέγαν» ὡς ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σχολ., ἀλλ’ [[ἴσως]] ἦτο αὖ ξηρῶν, [[διότι]] ὁ Σχολιαστ. προστίθησι καὶ τὴν ἑρμηνείαν «ἢ ξηρῶν, τῶν αὐχμηρῶν».
}}
}}

Revision as of 11:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐξηρός Medium diacritics: αὐξηρός Low diacritics: αυξηρός Capitals: ΑΥΞΗΡΟΣ
Transliteration A: auxērós Transliteration B: auxēros Transliteration C: afksiros Beta Code: au)chro/s

English (LSJ)

όν, dub. l. in Nic.Al. 588.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξηρός: -όν, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὑγιῶς ἐν Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 588, πρέπει να σημαίνῃ τὸν τελείως ηὐξημένον, «τὸν μέγαν» ὡς ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἴσως ἦτο αὖ ξηρῶν, διότι ὁ Σχολιαστ. προστίθησι καὶ τὴν ἑρμηνείαν «ἢ ξηρῶν, τῶν αὐχμηρῶν».