ἀραίωμα: Difference between revisions
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0343.png Seite 343]] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0343.png Seite 343]] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ατος, τό, (ἀραιόω)
A interstice, crevice, chink, Str.4.4.1, D.S.1.39, Luc.VH1.30, Placit.3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, Hp.Morb.4.45; pore, σώματος Hero Spir.IPraef., al., cf. Sor.1.115; a little bit, Longin.10.17.
German (Pape)
[Seite 343] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραίωμα: -ατος, τὸ (ἀραιόω) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν διάστημα, ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ καλῶς συνηρμοσμένων, προσέτι σχίσμα γῆς, ῥαγάς, καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων διάστημα κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ ναῦς εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 : πορῶδες μέρος, σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν τεμάχιον, Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.