καρτέρησις: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(13_4) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ [[ἄφρων]] [[τόλμα]] καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ [[ἄφρων]] [[τόλμα]] καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καρτέρησις''': -εως, ἡ τὸ καρτερεῖν, [[καρτερία]], Πλάτ. Λάχ. 193D· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Β.<br />2) [[μετὰ]] γεν., τὸ ὑπομένειν τι [[μετὰ]] καρτερίας, τοῦ χειμῶνος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 220Α· τῶν ἀλγηδόνων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 633Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bearing patiently, patience, Id.La.193d: in pl., Id.Lg.637b. 2 c. gen., patient endurance of a thing, αἱ τοῦ Χειμῶνος κ. Id.Smp.220a; αἱ κ. τῶν ἀλγηδόνων Id.Lg.633b.
German (Pape)
[Seite 1330] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρτέρησις: -εως, ἡ τὸ καρτερεῖν, καρτερία, Πλάτ. Λάχ. 193D· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Β.
2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι μετὰ καρτερίας, τοῦ χειμῶνος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 220Α· τῶν ἀλγηδόνων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 633Β.