πλάθανον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(a)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
}}
{{ls
|lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰθᾰνον Medium diacritics: πλάθανον Low diacritics: πλάθανον Capitals: ΠΛΑΘΑΝΟΝ
Transliteration A: pláthanon Transliteration B: plathanon Transliteration C: plathanon Beta Code: pla/qanon

English (LSJ)

τό,

   A dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.

German (Pape)

[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθενδούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.