λύκαινα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(c1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] ἡ, fem. zu [[λύκος]], die Wölfinn, Plut. Rom. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] ἡ, fem. zu [[λύκος]], die Wölfinn, Plut. Rom. 2.
}}
{{ls
|lstext='''λύκαινα''': [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ [[λύκος]], [[θῆλυς]] [[λύκος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2˙ - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, [[ὄνομα]] κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες˙ ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί˙ λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ [[ὄμμα]]» [[Πολυδ]]. Δ΄, 150.
}}
}}

Revision as of 11:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκαινα Medium diacritics: λύκαινα Low diacritics: λύκαινα Capitals: ΛΥΚΑΙΝΑ
Transliteration A: lýkaina Transliteration B: lykaina Transliteration C: lykaina Beta Code: lu/kaina

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, fem. of λύκος,

   A she-wolf, Arist.HA580a18, Babr.16.8, Plu.Rom.2; of Artemis in Mithraism, Porph.Abst.4.16:—Dim. λυκαίνιον, τό, of a woman, Poll.4.150.

German (Pape)

[Seite 68] ἡ, fem. zu λύκος, die Wölfinn, Plut. Rom. 2.

Greek (Liddell-Scott)

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ λύκος, θῆλυς λύκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2˙ - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, ὄνομα κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες˙ ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί˙ λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ ὄμμα» Πολυδ. Δ΄, 150.