ἀπαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(13_6a)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] ἡ, 1) Befreiung, Errettung, πημάτων, πόνων, von Leid, Aesch. Prom. 316 Ag. 20; δυστυχούντων Sept. 334; πεπρωμένης οὐκ ἔστι θνητοῖς Soph. Ant. 1319; in Prosa, [[θάνατος]] τοῦ παντὸς ἀπ. Plat. Phaed. 107 c. – 2) Entlassung, Ehescheidung, Plut. – 3) Befriedigung eines Gläubigers, Entlassung aus dem Contract, καὶ [[ἄφεσις]] Dem. 33, 3. – 4) das Weggehen, der Rückzug, Her. 7, 207; Trennung, ἡ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 64 c; τοῦ βίου, das Sterben, Xen. Cyr. 5, 1, 13; ohne diesen Zusatz = der Tod, D. L. 4, 64.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] ἡ, 1) Befreiung, Errettung, πημάτων, πόνων, von Leid, Aesch. Prom. 316 Ag. 20; δυστυχούντων Sept. 334; πεπρωμένης οὐκ ἔστι θνητοῖς Soph. Ant. 1319; in Prosa, [[θάνατος]] τοῦ παντὸς ἀπ. Plat. Phaed. 107 c. – 2) Entlassung, Ehescheidung, Plut. – 3) Befriedigung eines Gläubigers, Entlassung aus dem Contract, καὶ [[ἄφεσις]] Dem. 33, 3. – 4) das Weggehen, der Rückzug, Her. 7, 207; Trennung, ἡ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 64 c; τοῦ βίου, das Sterben, Xen. Cyr. 5, 1, 13; ohne diesen Zusatz = der Tod, D. L. 4, 64.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαλλᾰγή''': ἡ, (ἀπαλλάσω) [[ἀπελευθέρωσις]], «γλυτωμὸς» ἀπό τινος πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1. 20, Πρ. 754, Σοφ. Ἀντ. 1338, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πρ. 316, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 811· ἀπ. πραγμάτων Ἀντιφῶν 145. 30· ἀπ. τοῦ πολέμου Θουκ. 7. 2· τοῦ πολέμου οὐκ ἦν [[πέρας]] οὐδ᾿ ἀπ. Δημ. 275. 29· ἐπὶ ὑποθέσεων, ἀπ. συμβολαίων ὁ αὐτ. 893. 13· ἐν γένει [[διακοπή]], τινος Ἀριστ. Ἱστ. 7. 2, 3. 2) ἀπολ. διαζύγιον, Εὐρ. Μήδ. 236. 1375. ΙΙ. μετατόπισις, ἀπαλλαγὴν [[ὄνομα]] ἀποικίαν τιθέμενος Πλάτ. Νόμ. 736Α. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἀπέρχεσθαι, [[μέσον]] πρὸς ἀναχώρησιν, [[διαφυγή]], [[ὑποχώρησις]]. Ἡρόδ. 1. 12, 7, κ. ἀλλ.· [[τέλος]] τῆς ἀπαλλαγῆς, ἡ τελευταία [[ἀναχώρησις]], ὁ αὐτ. 2. 139· ἡ ἀπ. ἐγένετο [[ἀλλήλων]], χωρισμὸς τῶν διαμαχομένων, Θουκ. 1. 51. 2) ἀπ. τοῦ βίου, ἡ ἀπὸ τῆς ζωῆς [[ἀποδημία]] Ἱππ. 1234Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδων 64C. Ἐντεῦθεν, [[ἀπαλλαγή]], [[θάνατος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλλᾰγή Medium diacritics: ἀπαλλαγή Low diacritics: απαλλαγή Capitals: ΑΠΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: apallagḗ Transliteration B: apallagē Transliteration C: apallagi Beta Code: a)pallagh/

English (LSJ)

ἡ, (ἀπαλλάσσω)

   A deliverance, release, relief from a thing, πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς, A.Ag.1,20,Pr.754, S.Ant.1338, etc.: in pl., A.Pr.318, E.Heracl.811; ἀ. πραγμάτων Antipho6.35; ἀ. τοῦ πολέμου putting an end to the war, Th.7.2; οὐκ ἦν τοῦ πολέμου πέρας οὐδ' ἀ. D.18.145; of contracts, release, discharge, ἀ. συμβολαίων Id.33.3; generally, relief from, τινός Arist.HA582b12.    2 abs., divorce, in pl., E.Med.236, 1375: sg., PRyl.154.29 (i A.D.), etc.    II removal, Pl.Lg.736a.    III (from Pass.) going away, means of getting away or escape, Hdt.1.12, 7.207, al.; τέλος τῆς ἀ. the final departure, Id.2.139; ἡ ἀ. ἐγένετο ἀλλήλων separation of combatants, Th.1.51; ἐκ τῆς Αἰγύπτου τὴν ἀ. ποιήσασθαι D.S.15.43.    2 τοῦ βίου departure from life, Hp.Epid.7.89, X.Cyr.5.1.13; ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd.64c: hence . alone, death, Thphr.HP9.8.3, etc.    3 avoidance, τῆς μίξεως Sor.1.31.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, 1) Befreiung, Errettung, πημάτων, πόνων, von Leid, Aesch. Prom. 316 Ag. 20; δυστυχούντων Sept. 334; πεπρωμένης οὐκ ἔστι θνητοῖς Soph. Ant. 1319; in Prosa, θάνατος τοῦ παντὸς ἀπ. Plat. Phaed. 107 c. – 2) Entlassung, Ehescheidung, Plut. – 3) Befriedigung eines Gläubigers, Entlassung aus dem Contract, καὶ ἄφεσις Dem. 33, 3. – 4) das Weggehen, der Rückzug, Her. 7, 207; Trennung, ἡ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 64 c; τοῦ βίου, das Sterben, Xen. Cyr. 5, 1, 13; ohne diesen Zusatz = der Tod, D. L. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλᾰγή: ἡ, (ἀπαλλάσω) ἀπελευθέρωσις, «γλυτωμὸς» ἀπό τινος πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1. 20, Πρ. 754, Σοφ. Ἀντ. 1338, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πρ. 316, Εὐρ. Ἡρακλ. 811· ἀπ. πραγμάτων Ἀντιφῶν 145. 30· ἀπ. τοῦ πολέμου Θουκ. 7. 2· τοῦ πολέμου οὐκ ἦν πέρας οὐδ᾿ ἀπ. Δημ. 275. 29· ἐπὶ ὑποθέσεων, ἀπ. συμβολαίων ὁ αὐτ. 893. 13· ἐν γένει διακοπή, τινος Ἀριστ. Ἱστ. 7. 2, 3. 2) ἀπολ. διαζύγιον, Εὐρ. Μήδ. 236. 1375. ΙΙ. μετατόπισις, ἀπαλλαγὴν ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος Πλάτ. Νόμ. 736Α. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἀπέρχεσθαι, μέσον πρὸς ἀναχώρησιν, διαφυγή, ὑποχώρησις. Ἡρόδ. 1. 12, 7, κ. ἀλλ.· τέλος τῆς ἀπαλλαγῆς, ἡ τελευταία ἀναχώρησις, ὁ αὐτ. 2. 139· ἡ ἀπ. ἐγένετο ἀλλήλων, χωρισμὸς τῶν διαμαχομένων, Θουκ. 1. 51. 2) ἀπ. τοῦ βίου, ἡ ἀπὸ τῆς ζωῆς ἀποδημία Ἱππ. 1234Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδων 64C. Ἐντεῦθεν, ἀπαλλαγή, θάνατος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3, κτλ.