σύμπτωσις: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύμπτωσις''': ἡ, ([[συμπίπτω]]) τὸ πίπτειν [[ὁμοῦ]], [[κατάπτωσις]], καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. [[συμβολή]], [[συνάντησις]], ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, [[ἐπίθεσις]], Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = [[συνέμπτωσις]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «[[σύμπτωσις]]», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A falling together, collapsing, Hp. Aph.1.3, Epid.6.3.1; τῆς οἰκίας Str.14.5.4, cf. 5.3.7, S.E.M.5.91, CIG3293 (Smyrna). II falling together, meeting, [ποταμῶν] Plb. 3.49.6; ὀρῶν Id.2.14.8; point of meeting or intersection, Archim. Sph.Cyl.1.10, al., Str.2.1.10,37, Ptol.Geog.1.3.1, Dam.Pr.29. 2 in hostile sense, attack, onset, Plb.1.57.7, etc. 3 = συνέμπτωσις, Sch.Ar.Th.21, A.D.Adv.151.5, Synt.52.8 (v.l. συνέμ-). 4 σ. φωνηέντων collision of vowels, Phld.Rh.1.163S. III incident, accident, Arist.HA585b25; circumstance, Plb.3.49.5. IV a disease of the eye, prob. contraction of the pupil, Gal.14.777; also, contraction of the throat, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτωσις: ἡ, (συμπίπτω) τὸ πίπτειν ὁμοῦ, κατάπτωσις, καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. συμβολή, συνάντησις, ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπίθεσις, Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = συνέμπτωσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «σύμπτωσις», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4.