ἐξώστρα: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(13_3)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] ἡ, eine Theatermaschine, wie das [[ἐκκύκλημα]], Poll. 4, 128; übertr., Pol. 11, 6, 8 τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐξ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν, wie auf dem Theater kund machen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] ἡ, eine Theatermaschine, wie das [[ἐκκύκλημα]], Poll. 4, 128; übertr., Pol. 11, 6, 8 τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐξ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν, wie auf dem Theater kund machen.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξώστρα''': ἡ, μηχανὴ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τοῦ θεάτρου ὁμοία κατά τι πρὸς τὸ [[ἐκκύκλημα]] (ὃ ἴδε), [[Πολυδ]]. Δ΄, 127, 129· μεταφ. ἐν Πολυβ. 11. 6, 8. ΙΙ. [[γέφυρα]] κρεμαστὴ ἐξωθουμένη ἐκ τοῦ πύργου τῶν πολιορκητῶν κατὰ τοῦ τείχους τῶν πολιορκουμένων, Λατ. exostra, Vegetius Renatus de Re Militari 4. 21. 2) = [[ἐξώστης]], «μπαλκόνι», Σύμμαχ. Δ΄, Βασιλ. Α΄, 2.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξώστρα Medium diacritics: ἐξώστρα Low diacritics: εξώστρα Capitals: ΕΞΩΣΤΡΑ
Transliteration A: exṓstra Transliteration B: exōstra Transliteration C: eksostra Beta Code: e)cw/stra

English (LSJ)

ἡ,

   A stage-machine identified with the ἐκκύκλημα (q. v.) by Hsch. and Poll.4.127, but distd. from it, ib.129: metaph., τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν Plb.11.5.8:—also ἔξ-ωστρον, τό, IG11(2).199A95 (pl., Delos, iii B. C.).    II bridge thrust out from the besiegers' tower against the walls of the besieged place, Lat. exostra, Veget.de Re Milit.4.21.    III balcony, Sm.4 Ki.1.2; = Lat. maenianum, Gloss.

German (Pape)

[Seite 891] ἡ, eine Theatermaschine, wie das ἐκκύκλημα, Poll. 4, 128; übertr., Pol. 11, 6, 8 τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐξ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν, wie auf dem Theater kund machen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώστρα: ἡ, μηχανὴ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τοῦ θεάτρου ὁμοία κατά τι πρὸς τὸ ἐκκύκλημα (ὃ ἴδε), Πολυδ. Δ΄, 127, 129· μεταφ. ἐν Πολυβ. 11. 6, 8. ΙΙ. γέφυρα κρεμαστὴ ἐξωθουμένη ἐκ τοῦ πύργου τῶν πολιορκητῶν κατὰ τοῦ τείχους τῶν πολιορκουμένων, Λατ. exostra, Vegetius Renatus de Re Militari 4. 21. 2) = ἐξώστης, «μπαλκόνι», Σύμμαχ. Δ΄, Βασιλ. Α΄, 2.