φειδός: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(c1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] sparsam, karg, auch [[φιδός]]; Callim. frg. 460; Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] sparsam, karg, auch [[φιδός]]; Callim. frg. 460; Eust.
}}
{{ls
|lstext='''φειδός''': -ή, -όν, φειδόμενος, [[φειδωλός]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 86· [[ὡσαύτως]] πλημμελῶς φιδός, Καλλ. Ἀποσπ. 460, πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 280· ― Συγκρ., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Δημόκριτος παρὰ Στοβ. 475. 6. ― Κωμικ. κύριον [[ὄνομα]] Φειδύλος, ὡς τὸ [[μικκύλος]], ἀπαντᾷ παρὰ Φιλιππίδῃ ἐν «Ἀνανεώσει» 2, πρβλ. Hor. 3 Od. 23. 2.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδός Medium diacritics: φειδός Low diacritics: φειδός Capitals: ΦΕΙΔΟΣ
Transliteration A: pheidós Transliteration B: pheidos Transliteration C: feidos Beta Code: feido/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sparing, thrifty, Com.Adesp.101: written φιδός by Call. (Fr.460) acc. to EM791.12 (cod. V): Comp., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Democr.279: hence Com.pr.n. Φειδύλος, Philippid.6.

German (Pape)

[Seite 1260] sparsam, karg, auch φιδός; Callim. frg. 460; Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φειδός: -ή, -όν, φειδόμενος, φειδωλός, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 86· ὡσαύτως πλημμελῶς φιδός, Καλλ. Ἀποσπ. 460, πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. σ. 280· ― Συγκρ., φειδότερος ἐς τὰ χρήματα Δημόκριτος παρὰ Στοβ. 475. 6. ― Κωμικ. κύριον ὄνομα Φειδύλος, ὡς τὸ μικκύλος, ἀπαντᾷ παρὰ Φιλιππίδῃ ἐν «Ἀνανεώσει» 2, πρβλ. Hor. 3 Od. 23. 2.