ἀναπόσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(a) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht abgezogen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht abgezogen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναπόσπαστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, [[ἀχώριστος]] «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A inseparable, τοῦ ἑνός Dam.Pr.113. Adv. -τως Simp. in Epict.p.6 D.
German (Pape)
[Seite 203] nicht abgezogen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόσπαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, ἀχώριστος «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.