ἀποφύω: Difference between revisions
(13_4) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0335.png Seite 335]] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, [[πρός]] τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0335.png Seite 335]] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, [[πρός]] τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποφύω''': φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς [[παραφυάς]], μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ [[ζῷον]] ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, [[πρός]] τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
A produce, ῥίζας Thphr.HP1.6.4; of veins, send out branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., grow afresh, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν Thphr.CP4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.Pr.89. II part asunder, separate, Hsch.
German (Pape)
[Seite 335] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, πρός τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφύω: φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς παραφυάς, μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ ζῷον ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, πρός τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.