Διονῦ: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(4) |
(6_22) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*dionu= | |Beta Code=*dionu= | ||
|Definition=as voc. of <b class="b3">Διόνυσος</b> in <span class="bibl">Phryn.Com.10</span> (Meineke); cf. <b class="b3">διονῦς· ὁ γυναικίας καὶ παράθηλυς</b>, Hsch.; <b class="b3">διοννύς· ἡ γυναικεία καὶ θῆλυς ἐσθής</b>, <span class="bibl">Eust.629.42</span>. | |Definition=as voc. of <b class="b3">Διόνυσος</b> in <span class="bibl">Phryn.Com.10</span> (Meineke); cf. <b class="b3">διονῦς· ὁ γυναικίας καὶ παράθηλυς</b>, Hsch.; <b class="b3">διοννύς· ἡ γυναικεία καὶ θῆλυς ἐσθής</b>, <span class="bibl">Eust.629.42</span>. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Διονῦ''': ὡς κλητ. τοῦ [[Διόνυσος]] παρὰ Φρυν. Κωμ. Κρον. 5· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 436. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
as voc. of Διόνυσος in Phryn.Com.10 (Meineke); cf. διονῦς· ὁ γυναικίας καὶ παράθηλυς, Hsch.; διοννύς· ἡ γυναικεία καὶ θῆλυς ἐσθής, Eust.629.42.
Greek (Liddell-Scott)
Διονῦ: ὡς κλητ. τοῦ Διόνυσος παρὰ Φρυν. Κωμ. Κρον. 5· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 436.