ἐπιρροιβδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρροιβδέω''': [[ἐκπέμπω]] ποιόν τινα κρωγμόν, ἐπὶ κοράκων, καὶ ἐὰν [[κόραξ]] εὐδίας μὴ τὴν εἰωθυῖαν φωνήν... ἐπιρροιβδῇ, [[ὕδωρ]] σημαίνει Θεοφρ. π. Σημ. 1. 16: - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., βαλὼν δ’ ὅγε δεύτερον ἰὸν λαιμῷ ἐπερροίβδησε, κατηύθυνεν αὐτὸν [[μετὰ]] ῥοίβδου εἰς τὸν λαιμὸν, Κόϊντ. Σμ. 8. 322· πρβλ. [[ἐπιρροιζέω]].
|lstext='''ἐπιρροιβδέω''': [[ἐκπέμπω]] ποιόν τινα κρωγμόν, ἐπὶ κοράκων, καὶ ἐὰν [[κόραξ]] εὐδίας μὴ τὴν εἰωθυῖαν φωνήν... ἐπιρροιβδῇ, [[ὕδωρ]] σημαίνει Θεοφρ. π. Σημ. 1. 16: - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., βαλὼν δ’ ὅγε δεύτερον ἰὸν λαιμῷ ἐπερροίβδησε, κατηύθυνεν αὐτὸν [[μετὰ]] ῥοίβδου εἰς τὸν λαιμὸν, Κόϊντ. Σμ. 8. 322· πρβλ. [[ἐπιρροιζέω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> croasser, pousser un cri rauque;<br /><b>2</b> faire tournoyer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥοιβδέω]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρροιβδέω Medium diacritics: ἐπιρροιβδέω Low diacritics: επιρροιβδέω Capitals: ΕΠΙΡΡΟΙΒΔΕΩ
Transliteration A: epirroibdéō Transliteration B: epirroibdeō Transliteration C: epirroivdeo Beta Code: e)pirroibde/w

English (LSJ)

   A croak so as to forbode rain, of a raven, Thphr.Sign. 16.    2. c. acc. cogn., ἐ. ἰὸν λαιμῷ shoot a whizzing arrow at... Q.S. 8.322; cf. ἐπιρροιζέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροιβδέω: ἐκπέμπω ποιόν τινα κρωγμόν, ἐπὶ κοράκων, καὶ ἐὰν κόραξ εὐδίας μὴ τὴν εἰωθυῖαν φωνήν... ἐπιρροιβδῇ, ὕδωρ σημαίνει Θεοφρ. π. Σημ. 1. 16: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., βαλὼν δ’ ὅγε δεύτερον ἰὸν λαιμῷ ἐπερροίβδησε, κατηύθυνεν αὐτὸν μετὰ ῥοίβδου εἰς τὸν λαιμὸν, Κόϊντ. Σμ. 8. 322· πρβλ. ἐπιρροιζέω.

French (Bailly abrégé)

1 croasser, pousser un cri rauque;
2 faire tournoyer dans, τινι.
Étymologie: ἐπί, ῥοιβδέω.