δικάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκάρδιος''': -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3. | |lstext='''δῐκάρδιος''': -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a deux cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[καρδία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δ. a kind of lettuce, Gp.12.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.