πλησιασμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλησιασμός''': ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ [[μῖξις]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, [[Πολυδ]]. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''πλησιασμός''': ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ [[μῖξις]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, [[Πολυδ]]. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />approche.<br />'''Étymologie:''' [[πλησιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Dor. πλᾱτιασμός Dius ap.Stob.4.21.16:—
A approach, φοβεροῦ Arist.Rh.1382a32, cf. A.D. Adv.161.21. 2 sexual intercourse, Arist.HA536a15, Poll.5.93.
German (Pape)
[Seite 635] ὁ, Annäherung, Nähe, φοβεροῦ, Arist. rhet. 2, 5; Umgang, bes. fleischlicher, D. L. 2, 100.
Greek (Liddell-Scott)
πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ μῖξις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
approche.
Étymologie: πλησιάζω.