ἀπογυμνάζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπογυμνάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐκγυμνάζω]] [[καλῶς]], ἐξασκῶ, ἀπογ. [[στόμα]], [[γυμνάζω]] τὴν γλῶσσάν μου ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Θ. 441· αὐτοὺς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 12.
|lstext='''ἀπογυμνάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐκγυμνάζω]] [[καλῶς]], ἐξασκῶ, ἀπογ. [[στόμα]], [[γυμνάζω]] τὴν γλῶσσάν μου ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Θ. 441· αὐτοὺς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 12.
}}
{{bailly
|btext=exercer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γυμνάζω]].
}}
}}