ἀγοραστής: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγοραστής''': -οῦ, ὁ, [[δοῦλος]], [[ὅστις]] ἠγόραζε τὰ ἐπιτήδεια διὰ τὸν οἶκον, ὁ «ψωνιστής», Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 2. Παρὰ μεταγεν. [[ὀψωνάτωρ]], Λατ. obsonator, Ἀθ. 171, Α: - [[καθόλου]], ὁ ἀγοραστὴς ὡς καὶ νῦν ἔτι, [[μέτριος]] ἀγ., Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ», 2.
|lstext='''ἀγοραστής''': -οῦ, ὁ, [[δοῦλος]], [[ὅστις]] ἠγόραζε τὰ ἐπιτήδεια διὰ τὸν οἶκον, ὁ «ψωνιστής», Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 2. Παρὰ μεταγεν. [[ὀψωνάτωρ]], Λατ. obsonator, Ἀθ. 171, Α: - [[καθόλου]], ὁ ἀγοραστὴς ὡς καὶ νῦν ἔτι, [[μέτριος]] ἀγ., Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ», 2.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />esclave chargé d’acheter les provisions au marché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγοράζω]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγοραστής Medium diacritics: ἀγοραστής Low diacritics: αγοραστής Capitals: ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: agorastḗs Transliteration B: agorastēs Transliteration C: agorastis Beta Code: a)gorasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A the slave who had to buy provisions for the house, purveyor, X.Mem.1.5.2:—generally, purchaser, μέτριος ἀ. Men.500, cf. Arist.Oec.1352b6, Dinon12, Ael.VH12.1, POxy.298.48 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 21] ὁ, der Käufer, Aristot. Oec. II, 34; Athen. XIV, 652 c. Bes. hieß so der den Einkauf für die Küche besorgende Sklav, der später ὀψωνάτωρ hieß, vgl. Poll. 3, 126 (ὁ ἀγ. ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται); Athen. IV, 171 a (ἐκάλουν ἀγ. τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον) u. das. Men. B. A. 339 ὃν'Ρωμαῖοι ὀψωνάτορα καλοῦσιν. So schon Xen. Mem. 1, 5, 2 διάκονος καὶ ἀγ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγοραστής: -οῦ, ὁ, δοῦλος, ὅστις ἠγόραζε τὰ ἐπιτήδεια διὰ τὸν οἶκον, ὁ «ψωνιστής», Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 2. Παρὰ μεταγεν. ὀψωνάτωρ, Λατ. obsonator, Ἀθ. 171, Α: - καθόλου, ὁ ἀγοραστὴς ὡς καὶ νῦν ἔτι, μέτριος ἀγ., Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ», 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
esclave chargé d’acheter les provisions au marché.
Étymologie: ἀγοράζω.