πρηκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρηκτήρ''': πρηκτός, ἴδε [[πρακτήρ]], [[πρακτός]].
|lstext='''πρηκτήρ''': πρηκτός, ἴδε [[πρακτήρ]], [[πρακτός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[πρακτήρ]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύθων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.

Greek (Liddell-Scott)

πρηκτήρ: πρηκτός, ἴδε πρακτήρ, πρακτός.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πρακτήρ.